Αυξημένη είναι η ζήτηση για του χρόνου, σύμφωνα με δηλώσεις του προέδρου του ΣΕΤΕ, κ. Ανδρέα Ανδρεάδη, μιλώντας νωρίτερα σήμερα σε δημοσιογράφους. Ωστόσο, αναφερόμενος στην κατάσταση των ελληνικών τουριστικών επιχειρήσεων τόνισε ότι δημιουργούνται δύο ταχύτητες με αρνητικό αντίκτυπο για το σύνολο της τουριστικής επιχειρηματικότητας.
Ήδη, όπως ανέφερε, τα πρώτα μηνύματα από τον προγραμματισμό των αεροπορικών θέσεων είναι αισιόδοξα, όπως θετική είναι και η εικόνα από τις προ-κρατήσεις της Βρετανικής αγοράς.
Ο κ. Ανδρεάδης, δήλωσε ότι “Είναι θετικό το γεγονός ότι η Ελλάδα παραμένει ένας από τους πιο ασφαλείς προορισμούς της ανατολικής Μεσογείου διατηρώντας εικόνα φυσιολογικής και ήρεμης χώρας. Βεβαίως θα πρέπει συνεχώς να ενισχύουμε την εικόνα μας, καθώς ακόμα υστερούμε σε σχέση με τον ανταγωνισμό. Τη στιγμή αυτή βρισκόμαστε πάνω από την Τουρκία, την Αίγυπτο και την Γαλλία, αλλά κάτω από την Κροατία, την Ισπανία και την Ιταλία. Παράλληλα, το γεγονός ότι οι γειτονικοί προορισμοί είναι ουσιαστικά κλειστοί, μας δίνει την ευκαιρία να προσελκύσουμε μεγαλύτερα μερίδια.”
Τόνισε επίσης, ότι το προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα, συνεχίζει, στη συνείδηση των τουριστών, να συνδέεται με ζητήματα ασφάλειας, “οπότε θα πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας όσον αφορά στην προετοιμασία και στη διαχείριση του ζητήματος”.
Ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις δύο ταχυτήτων
Στο πλαίσιο των δηλώσεών του, ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ έθιξε κι ένα άλλο θέμα, που όπως επισήμανε, μπορεί να επηρεάσει μέσο-μακροπρόθεσμα τις εξελίξεις στον ελληνικό τουρισμό.
Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι δημιουργούνται δύο ταχύτητες στον ελληνικό τουρισμό και στην ανταγωνιστικότητα των ελληνικών τουριστικών επιχειρήσεων:
“Η μια ταχύτητα είναι αυτή των περιοχών και των επιχειρήσεων που προωθούν και διαχειρίζονται ένα επώνυμο (branded) προϊόν, με ολοκληρωμένες εταιρικές διαδικασίες, εξειδικευμένα συστήματα και έντονη εξωστρέφεια. Το πιο ισχυρό και έντονα αναπτυσσόμενο κομμάτι του ελληνικού τουρισμού. Οι επιχειρήσεις αυτές είναι συνήθως μεγάλες και καλά οργανωμένες, ή είναι μικρές αλλά προσφέρουν διαφοροποιημένες και μοναδικές υπηρεσίες, ενώ οι περιοχές είναι αυτές που έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν μια υψηλού επιπέδου, εικόνα παγκόσμιου προορισμού.
Η άλλη ταχύτητα είναι αυτή της άγνωστης Ελλάδας με την χαμηλή τουριστική περίοδο και τις χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες πασχίζουν, χωρίς να προσφέρουν κάποιο επώνυμο προϊόν, με λιγοστά μέσα και σχεδόν καθόλου υποστήριξη να επιβιώσουν στον αδυσώπητο ανταγωνισμό και στις συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες επιχειρηματικότητας της χώρας μας. Αποτελούν το πιο ευάλωτο κομμάτι που δεν έχει επαρκή διέξοδο στην διεθνή αγορά και υποφέρει ακόμα πιο πολύ από την πτώση της εσωτερικής κατανάλωσης στο 1/3, λόγω της οικονομικής κρίσης στη χώρα.”
Το ζήτημα αυτό μπορεί να προκαλέσει παρερμηνείες στα αποτελέσματα των ελληνικών τουριστικών επιχειρήσεων, καθώς συνήθως αντλούνται στοιχεία από τις μεγάλες και πιο θωρακισμένες εταιρείες ενώ η κατάσταση για το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι εντελώς διαφορετικό.
“Διαβάζοντας τα πιο θετικά στοιχεία από την ισχυρή πλευρά”, είπε χαρακτηριστικά ο κ. Ανδρεάδης, “εύκολα μπορεί κάποιος να σκεφτεί ότι η υπερφορολόγηση και η αύξηση των υποχρεώσεων, δυσκολεύουν μεν τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, σε σχέση με τους ξένους ανταγωνιστές τους, αλλά με δεδομένο ότι αποτελούν σχετικά μικρό ποσοστό της συνολικής προσφοράς, εξακολουθούν και έχουν ένα ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και βλέπουν απλώς να μειώνεται το ποσοστό κέρδους τους. Την ίδια ώρα όμως, η υπερφορολόγηση κυριολεκτικά εξοντώνει την πιο αδύναμη πλευρά, που όμως είναι και το μεγαλύτερο ποσοστό του ελληνικού τουρισμού.
Επίσης, με ισοπεδωτικές οριζόντιες ρυθμίσεις, όπως το Τέλος Διανυκτέρευσης, οξύνεται το πρόβλημα, αφού το μέτρο επιβαρύνει δυσανάλογα τις χαμηλές τιμές, την επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου και τις άγνωστες περιοχές της Ελλάδας. Πολύ φοβούμαστε λοιπόν ότι αν συνεχίσουμε έτσι, οδηγούμε την δεύτερη ταχύτητα – τις περιοχές αυτές και την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα – σε ραγδαία συρρίκνωση.”