Άγνωστη παραμένει η εξέλιξη της κίνησης στα ξενοδοχεία της Αθήνας το 2017, σύμφωνα με την Ένωση Ξενοδόχων της Αθήνας – Αττικής & Αργοσαρωνικού (ΕΞΑΑΑ) ενώ το 2016 κατέγραψε οριακή άνοδο. Όπως αναφέρθηκε σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε η Ένωση, η προσφορά της Αθήνας εμπλουτίζεται, αλλά επιχειρηματικότητα και επενδύσεις οδεύουν στα τυφλά, χωρίς σχέδιο και σε ορισμένες περιπτώσεις χωρίς κανόνες. Τονίστηκε, επίσης, η ανάγκη δομημένης στρατηγικής για τη σταθεροποίηση και ανάπτυξη του προορισμού.
Ως «οριακά θετική» καταγράφηκε από την Ένωση Ξενοδόχων της Αθήνας – Αττικής & Αργοσαρωνικού (ΕΞΑΑΑ) και την εταιρεία “GBR Consulting” η πορεία της τουριστικής κίνησης του 2016 στα ξενοδοχεία της Αθήνας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια της Συνέντευξης Τύπου σε ξενοδοχείο – μέλος της Ένωσης, την Πέμπτη 16-3-2017, η μέση πληρότητα του 2016 για την Αθήνα δεν ξεπέρασε το (+) 1,7% σε σχέση με το 2015 φτάνοντας το 76,2% (έναντι του 74,9% το 2015), ενώ το πεντάμηνο Φεβρουαρίου – Ιουνίου ήταν καθαρά πτωτικό έναντι του 2015, σε ποσοστά έως και (-) 6,5% / τον μήνα Μάιο.
Σε ότι αφορά στις τιμές των ξενοδοχείων, η μέση τιμή δωματίου το 2016 σε σχέση με το 2015, παρουσίασε μικρή αύξηση της τάξης του (+) 4.6%, φτάνοντας τα 94,13 ευρώ το 2016, έναντι 90 ευρώ το 2015, επιτρέποντας στην Αθήνα να «ξεκολλήσει» από την σχεδόν παγιωμένη επί σειρά ετών τελευταία θέση (!) σε τιμές έναντι των λοιπών πόλεων – ανταγωνιστών της. Ξεπέρασε μόνο την Κωνσταντινούπολη, η οποία λόγω των γνωστών προβλημάτων της, σημείωσε «βουτιά», καταγράφοντας εντυπωσιακές απώλειες στη πληρότητα (-23,5%), στη μέση τιμή δωματίου (-25.1%) και στο έσοδο ανά διαθέσιμο δωμάτιο / RevPar (- 42,7%).
Η Αθήνα εν ολίγοις, βρέθηκε το 2016 να αναπληρώνει απώλειες πληρότητας και να επανέρχεται στα επίπεδα του 2008, ωστόσο υπολείπεται σημαντικά σε μέση τιμή δωματίου και σε έσοδα ανά διαθέσιμο δωμάτιο. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με τον ανταγωνισμό. Ενδεικτικό παράδειγμα η Βαρκελώνη, η οποία καταγράφει την ίδια σχεδόν πληρότητα με την Αθήνα, αλλά διαθέτει το ξενοδοχειακό δωμάτιο με 139 ευρώ, ενώ η Αθήνα με 94 ευρώ.
Για το 2017, όπως επεσήμανε ο Πρόεδρος της ΕΞΑΑΑ κ. Αλέξανδρος Βασιλικός, «με τα μέχρι σήμερα δεδομένα διαφαίνεται πως οι αεροπορικές συνδέσεις προς την Αθήνα θα έχουν θετικό πρόσημο και φέτος – αν και είναι σαφές πως δεν θα δούμε τις αυξήσεις των τελευταίων ετών. Πέραν αυτού, δεν υπάρχουν για την Αθήνα δείκτες προκρατήσεων και δεν είναι γνωστή με ακρίβεια η συνολική προσφορά του προορισμού σε κλίνες (όχι σε ξενοδοχειακές αλλά σε λοιπά καταλύματα). Τέλος, η πορεία της Αθήνας θα εξαρτηθεί ξεκάθαρα αφενός από τις γενικότερες συγκυρίες και αφετέρου από την συνολική εικόνα του προορισμού και της χώρας – όπως είδαμε να συμβαίνει και με το πρώτο 5μηνο του 2016».
Κατά τη διάρκεια της Συνέντευξης Τύπου, επισημάνθηκε επίσης ότι, η Αθήνα βασίζεται κυρίως σε διαδικτυακές κρατήσεις, είτε ενός μηνός πριν το ταξίδι, είτε της τελευταίας στιγμής, σε περιορισμένα groups και φυσικά σε προγραμματισμένα συνέδρια και εκδηλώσεις τα οποία είναι ακόμη λιγοστά. Τα θετικά αποτελέσματα Ιανουαρίου 2017, τα οποία δείχνουν αύξηση έναντι του 2016 της μέσης πληρότητας κατά 7,9%, της μέσης τιμής δωματίου κατά 5,1% και του εσόδου ανά διαθέσιμο δωμάτιο (revPar) κατά 13,4% , ούτε ενδεικτικά είναι, ούτε κατοχυρώνουν αίσθημα ασφάλειας για την πορεία της χρονιάς, καθώς αντίστοιχα και το 2016 ο Ιανουάριος είχε παρουσιαστεί θετικός, αλλά ακολούθησε ένα εντυπωσιακά πτωτικό πεντάμηνο.
Ως θετικό γεγονός μπορεί να εκτιμηθεί η αύξηση του αριθμού των προγραμματισμένων πτήσεων προς το αεροδρόμιο της Αθήνας καθώς υποδηλώνει το ενδιαφέρον της αγοράς. Ωστόσο, για να εξαχθούν σωστά συμπεράσματα για το μέλλον αυτών των πτήσεων θα πρέπει να παρακολουθείται παράλληλα και η πληρότητά τους σε επιβάτες. Αυτό που κυριαρχεί είναι η ανάγκη για σταθερότητα και ηρεμία στην Αθήνα, την Ελλάδα και την ευρύτερη περιοχή προκειμένου να μην διαταραχθούν οι ήδη λεπτές ισορροπίες.
Μειωμένο το ξενοδοχειακό δυναμικό της Αττικής παρά τα νέα ξενοδοχεία
Στα θετικά σημάδια για τον προορισμό, καταγράφεται και η λειτουργία αρκετών νέων ξενοδοχειακών μονάδων, η επαναλειτουργία παλαιοτέρων που είχαν διακόψει τη λειτουργία τους, καθώς και η ανακαίνιση πολλών ξενοδοχείων – σε πείσμα πλήθους φορολογικών και οικονομικών επιβαρύνσεων που αντιμετωπίζει ο κλάδος.
Ωστόσο, σε ό,τι αφορά στη δυναμικότητα της Αθήνας, είναι εμφανής η μείωση ξενοδοχειακών δωματίων και κλινών.
Βάσει των στοιχείων του ΞΕΕ, ο συνολικός αριθμός των ξενοδοχείων της Αττικής μειώθηκε σε 649 μονάδες το 2016 από τις 669 το 2005, μια μείωση της τάξης του 3%, ενώ την ίδια περίοδο ο αριθμός των δωματίων μειώθηκε κατά 4,3%. Στον Κεντρικό Τομέα της Αθήνας, ο αριθμός των ξενοδοχείων μειώθηκε σε 226 μονάδες το 2016 από 256 το 2005, αντιπροσωπεύοντας μείωση 11,7%. Την ίδια περίοδο ο αριθμός των δωματίων μειώθηκε σε 14.985 ήτοι 9,1%.
Ανάγκη για δομημένη και μακρόπνοη στρατηγική για την Αττική
Η βελτίωση της θέσης της Αθήνας από τον Ιούλιο του 2016 μέχρι σήμερα, χαρακτηρίστηκε ως πρόσκαιρη – καθώς, όπως αναφέρθηκε, δεν αποτελεί προϊόν μακρόπνοης και δομημένης στρατηγικής, ή πρακτικών που υιοθετήθηκαν για την ανάπτυξη του προορισμού και τη βελτίωση της ζήτησης.
Αναγνωρίζονται οι θετικές πρωτοβουλίες του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και οι συνέργειες που υλοποιήθηκαν συμβάλλοντας στην βελτίωση της διεθνούς εικόνας της πόλης, ωστόσο, αποτελούν αποσπασματικές ενέργειες που εξακολουθούν να μην συνδυάζονται αλλά και να μην συνδέονται μεταξύ τους.
Απαιτείται δομημένη στρατηγική και 15ετές πλάνο ανάπτυξης του προορισμού για να τον οργανώσει αλλά και να τον θωρακίσει έναντι εξωγενών παραγόντων και απρόβλεπτων γεγονότων.
Η Αθήνα εξακολουθεί να αναμένει επί δεκαετίες έργα και επενδύσεις που θα ανανεώσουν την διεθνή της εικόνα. Αναμένει επίσης να απεμπλακούν επενδύσεις (λ.χ ΕΛΛΗΝΙΚΟ, αναμόρφωση παραλιακής ζώνης, κ.ά.), είτε να αξιοποιηθούν και να συνδεθούν μεταξύ τους επενδύσεις και δομές που ήδη δημιουργήθηκαν, όμως λειτουργούν ασύνδετα μεταξύ τους (λ.χ. ΚΠΙΣΝ, ΕΜΣΤ, Εθνική Πινακοθήκη). Όπως χαρακτηριστικά επεσήμανε ο κ. Βασιλικός, «οι ιδιωτικές επενδύσεις εμπλουτίζουν τον χάρτη σύγχρονων υποδομών της πόλης, η απουσία όμως στρατηγικού πλάνου τουριστικής ανάπτυξης γύρω απ’ αυτές τις υποδομές, συνιστά απλώς ‘παθητική’ αντιμετώπισή τους».