Πριν από ένα μήνα,στις 28 Ιουνίου 2014, έφυγε από τη ζωή ο Μάριος Τριβυζάς.
Τον γνωρίζαμε ως -επί χρόνια -πρόεδρο της ΓΕΠΟΕΤ. Ήταν γνωστός για τη μαχητικότητά του, σεβαστός όχι μόνο από τους συναδέλφους του αλλά και από ολόκληρο τον τουριστικό κόσμο-πολιτικό και επιχειρηματικό.
Ο Μάριος Τριβυζάς ήταν από τους τελευταίους εκπροσώπους της γενιάς του. Μιας γενιάς ανθρώπων που «έχτισαν» τον ελληνικό τουρισμό, που αγωνίστηκαν για την επιβίωσή τους σε καιρούς πολύ δύσκολους και γι’ αυτό οι ιστορίες τους έχουν πολλά να πουν.
Από τα συλλυπητήρια μηνύματα που έστειλαν εκπρόσωποι φορέων, δημοσιογράφοι και πάλαι ποτέ συνάδελφοί του ξεχωρίζουμε τους χαρακτηρισμούς: «στυλοβάτης των ελληνικών τουριστικών επιχειρήσεων», «πρωτοπόρος του ελληνικού τουρισμού», «μεγάλος άνδρας του τουρισμού», «τελευταίος των Μοϊκανών».
Ποια ήταν η ζωή του; Πώς ήταν ως άνθρωπος;
Ο γιος του, Γιώργος Τριβιζάς, μίλησε στο Tourism Press, για τον άνθρωπο Μάριο – Αλέξανδρο Τριβυζά που ξεκίνησε από ένα μικρό χωριό στην Κέρκυρα για να βρεθεί στο επίκεντρο του τουριστικού επιχειρείν, τον γεμάτο κατανόηση πατέρα και τον τρελά ερωτευμένο σύζυγο.
«Ο πατέρας μου ήταν ένας τίμιος άνθρωπος. Παραπάνω από όσο θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου», ήταν οι πρώτες λέξεις του Γιώργου Τριβιζά, όταν μας υποδέχθηκε στο γραφείο του εκλιπόντος πατέρα του.
Η φωτογραφία του Μάριου Τριβυζά δεσπόζει στον τοίχο πάνω από το γραφείο του. Τα χαρτιά του, τα πράγματά του έχουν μείνει ανέπαφα και μόνο ένα καντηλάκι με λίγα λουλούδια έχουν προστεθεί για να θυμίσουν ότι δεν πρόκειται να γυρίσει.
Ό,τι ήθελε να πει, ό,τι ήθελε να εκφράσει το έγραφε. Κατά βάθος ήταν ντροπαλός τύπος και ρομαντικός. Κυρίως εκτός επαγγελματικού χώρου και ιδιαιτέρως με τις γυναίκες. Δεν ήταν ντροπαλός στη δουλειά του και κάθε άλλο ντροπαλός με τους πολιτικούς.
Ήταν φοβερά εργατικός, μπορούσε να δουλεύει 22 ώρες το 24ωρο. Άντεχε με μόνο δυο ώρες ύπνο την ημέρα.
Στη ζωή του αγάπησε όσο τίποτε άλλο:
- Τις ρόδες: είτε ήταν μοτοσυκλέτα, είτε λεωφορείο, είτε φορτηγό
- τη σύζυγό του: ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της
- τη δουλειά του και
- τη ΓΕΠΟΕΤ.
Παιδικά χρόνια
Γεννήθηκε στον Αγρό της Κέρκυρας το 1929, όπου πέρασε τα χρόνια της Ιταλικής και αργότερα της Γερμανικής κατοχής. Ζούσε σ’ένα πολύ μικρό σπιτάκι μ’έναν πολύ μεγάλο κήπο. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης.
Ήταν δύο αδέλφια ο Λεωνίδας και ο Μάριος – Αλέξανδρος. Στην Κέρκυρα ο Μάριος τέλειωσε το Δημοτικό αλλά έφυγε νωρίς για την Αθήνα, πριν καταφέρει ο πατέρας του να τον κάνει παπουτσή όπως ονειρευόταν.
Η Αθήνα και τα χρόνια στο στρατό
Μετά τον πόλεμο και τους εμφυλίους, έφυγε από την Κέρκυρα με το θείο του Επαμεινώνδα για να έρθει στην Αθήνα. Ο θείος του είχε ένα υπόγειο μαγαζί στην οδό Αθηνάς και πουλούσε στρατιωτικές κονσέρβες. Αυτή ήταν η πρώτη του δουλειά.
Για βιοποριστικούς λόγους κατατάχθηκε εθελοντικά στο στρατό στα 18 του χρόνια. Εκεί μπορούσε να έχει στέγη και φαγητό. Η ειδικότητά του ήταν αγγελιαφόρος μοτοσυκλετιστής στο Αμύνταιο και αργότερα μετατέθηκε στην Αθήνα ως εκπαιδευτής. Ήταν εποχές που ο Μάριος Τριβυζάς σκεφτόταν σοβαρά να παραμείνει στο στρατό.
Ο έρωτας, ο γάμος και η οικογενειακή ζωή
Ο Μάριος Τριβυζάς ήταν πολύ ερωτευμένος με τη γυναίκα του, την Κατερίνα, την οποία έχασε το 1985. Τη γνώρισε στο Βοτανικό, όπου εκεί οι γονείς της Κατερίνας είχαν εργοστάσιο κεραμοποιίας και υλικών οικοδομών.
Οι γονείς της δεν τον ήθελαν, γιατί ήταν πάρα πολύ φτωχός, δεν είχε δουλειά και έτρεχε με τις μοτοσυκλέτες. Παρόλα αυτά, η Κατερίνα επέλεξε να φύγει από τους γονείς της για να παντρευτεί τον εκλεκτό της καρδιάς της.
Έκαναν δύο παιδιά, τον Γιώργο και την Ελένη. Ο Γιώργος Τριβιζάς συνεχίζει έως και σήμερα το έργο του πατέρα του. Τόσο στην Αμερική που έμεινε τα τελευταία 30 χρόνια όσο και στην Ελλάδα. Η Ελένη Τριβυζά είναι γιατρός – καρδιολόγος και ζει μόνιμα στην Κέρκυρα.
«Εγώ ήμουν το δύσκολο παιδί της οικογένειας.», τονίζει ο Γιώργος.
Θυμάται ακόμη πόσο βαθύτατα ερωτευμένοι ήταν οι γονείς του, τους ενθουσιασμούς τους και τις συγκινήσεις όταν επέστρεφε ο πατέρας του από ταξίδι.
Ο πατέρας Μάριος Τριβυζάς
«Δεν βλέπαμε τον πατέρα μας πολύ», μας λέει ο γιός του Γιώργος Τριβυζάς. Η δουλειά του τον κρατούσε μακριά πολλές ώρες από το σπίτι, κάποιες φορές και ημέρες.
«Μέχρι τα επτά μου χρόνια ήταν πολύ κοντά μου, μου μάθαινε πολλά για τις μηχανές.»
Η σχέση πατέρα –γιου δεν ήταν πάντοτε εύκολη. Οι τσακωμοί ήταν συχνοί. Ο Μάριος Τριβυζάς ονειρευόταν να δημιουργήσει κλώνο το γιό του και αυτός ήταν ο κύριος λόγος της απογοήτευσης και των διαφωνιών μεταξύ τους. «Δεν δέχθηκε το γεγονός ότι έφυγα στην Αμερική.», μας λέει ο Γιώργος Τριβυζάς.
Ωστόσο, μας λέει ότι «Ο πατέρας μου είχε μεγάλη κατανόηση. Κυρίως μ’ εμένα. Παρά τους τσακωμούς μας είχαμε αρκετά καλή επικοινωνία μεταξύ μας. Μιλούσαμε πάρα πολύ.»
«Στη συμβουλή ήταν εκεί. Ήταν σαν εγκυκλοπαίδεια.», τονίζει.
Η πορεία έως τον Κένταυρο
Από το στρατό κι έπειτα, ο Μάριος Τριβυζάς έκανε αρκετές δουλειές μέχρι να ξεκινήσει τη δική του επιχείρηση το 1959.
Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του ασχολιόταν με κάθε είδους οχήματα είτε επισκευάζοντάς τα, είτε οδηγώντας τα. Οι σπουδές του ήταν συναφείς, άλλωστε, καθώς είχε τελειώσει την τεχνική σχολή Ήφαιστος.
Αρχικά ασχολήθηκε με τις μοτοσυκλέτες. Έβρισκε μοτοσυκλέτες παλιές από τον πόλεμο, τις αποσυναρμολογούσε και από τα κομμάτια έφτιαχνε άλλες μηχανές καθώς και τα καροτσάκια που πάνε δίπλα στις μηχανές.
Πέρασε μία εποχή που πήγαινε στα πανηγύρια και έκανε το γύρο του θανάτου με μία φλορέτα.
Όταν παντρεύτηκε, μαζί με το θείο της γυναίκας του ξεκίνησαν εμπόριο σαπουνιών και ελαιολάδου μιας εταιρείας ΕΤΕΛ. Παράλληλα, αγόρασε ένα φορτηγό με την άδειά του για 30.000 δραχμές. Αναγκάστηκε να τα πουλήσει όταν αρρώστησε η σύζυγός του, λίγο μετά τη γέννηση του πρώτου παιδιού.
Αργότερα, έφτιαχνε μηχανές και αυτοκίνητα στον κήπο του σπιτιού του έως ότου έπιασε δουλειά στον Κουλουβάτο, στο Chat tours. Εργαζόταν ως οδηγός και λίγο ως μηχανικός. Ταξίδευε σε όλη την Ελλάδα με τα τουριστικά λεωφορεία του Chat tours. Ο μισθός ήταν αρκετά καλός για την εποχή και η οικογένεια ζούσε άνετα.
Όταν προσελήφθη ήταν πολύ ενθουσιασμένος. Την πρώτη ημέρα πήρε και το γιό του μαζί για να του δείξει που δουλεύει, όπως έκανε και πολλές Κυριακές μετά.
Οι ώρες δουλειάς ήταν πολλές και οι συνθήκες δύσκολες εξαιτίας του οδικού δικτύου στην Ελλάδα εκείνη την εποχή.
«Θυμάμαι ένα βράδυ να βάζει και να βγάζει το σακάκι του και να λέει: γύρισα στις 3 το πρωί. Πώς να ξαναφύγω στις 6, δεν αντέχω.», θυμάται ο Γιώργος Τριβιζάς. «Μου έλεγε πως έκαιγε τα δάχτυλά του με το τσιγάρο για να παραμείνει ξύπνιος. Σκληρές εποχές. Πέρασε πάρα πολλά και γι’ αυτό δεν μπορούσε να απολύσει υπάλληλο. Πολλές φορές που είχαμε πρόβλημα με ορισμένους ανθρώπους, του ήταν δύσκολο να τους απολύσει. Τους έδινε χιλιάδες ευκαιρίες. Είχε μία μεγαλύτερη σχέση με τους οδηγούς. Επειδή είχε περάσει σκληρά και νόμιζε ότι όλοι έχουν περάσει σκληρά.»
Το 1959 παραιτείται από την Chat tours για να ξεκινήσει με άλλους πέντε συνεταίρους τον Κένταυρο.
Το πρώτο λεωφορείο ήταν ένα σέτρα 36 θέσεων. Ήταν σε κακή κατάσταση. Τα καθίσματα χαλασμένα και το πάτωμα χρειαζόταν επισκευή. Ανέλαβε ο ίδιος να φτιάξει το πάτωμα με βενζινόκολλα ενώ τα καθίσματα θα τα έφτιαχνε αργότερα. Εργαζόταν όλη την ημέρα και όταν νύχτωσε άναψε τρία κεριά για να μπορεί να βλέπει. Του άρπαξε όμως φωτιά η βενζινόκολλα και κάηκε το πάτωμα.
Χρειάστηκε να δανειστεί από τους γείτονες για να μπορέσει να αγοράσει καινούρια πλαστικά ενώ βρήκε έναν μάστορα κάπου στο Βοτανικό, εν ονόματι Ψαράς, ο οποίος του έφτιαξε τα καθίσματα με πίστωση.
Από τους έξι συνεταίρους, μόνο δύο μπορούσαν να οδηγήσουν πούλμαν, ο Μάριος και ο Μιλτιάδης. Ο Μάριος Τριβυζάς παράλληλα έκανε χρέη γενικού διευθυντή.
Γνώριζε καλά Ιταλικά και λίγα Αγγλικά που προσπαθούσε να τα βελτιώσει.
Είχε βρει έναν παλιό ξεναγό και τα βράδια έκανε μαθήματα Αγγλικών. Έπαιρνε τα τετράδια του γιού του και στις σελίδες που δεν χρησιμοποιούσε, έγραφε τις σημειώσεις του.
«Παράλληλα με τον πατέρα μου, πήγαινα κι εγώ και διάβαζα τα δικά του τα βιβλία. Έτσι, μοιραζόμασταν τα τετράδια των Αγγλικών. Έγραφα κι εγώ και ο πατέρας μου. Διαβάζαμε ο ένας του άλλου τις σημειώσεις και κάναμε διορθώσεις, συμπληρώναμε. Προσπαθούσαμε να βρούμε με κάποιο τρόπο πώς δουλεύουν τα Αγγλικά.», μας λέει ο Γιώργος Τριβυζάς.
Τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Δεν έβγαιναν πολλά χρήματα, οι δανειστές γίνονταν πιεστικοί αλλά η επιμονή του Μάριου Τριβυζά στο όνειρό του τον δικαίωσε.
Το πρώτο γραφείο ήταν Νίκης 11 στην Αθήνα. Ένας μικρός χώρος, τον οποίο το νοίκιαζε ένας από τους συνεταίρους του. Το Σαββατοκύριακο μετατρεπόταν σε τουριστικό κατάστημα που πουλούσε σουβενίρ και τη Δευτέρα ξαναγινόταν τουριστικό γραφείο.
Αρχές της δεκαετίας του ’60, η συγγραφέας Έλεν Μίλλερ ήρθε στην Ελλάδα με το σύζυγό της για διακοπές στους Δελφούς. Η συγγραφέας συνέστησε τον Κένταυρο σε αρκετό κόσμο και η δουλειά άρχισε να παίρνει τα πάνω της. Το 1961 – 62 ήρθε η συνεργασία με την Ελβετική Globus Travel. Ακόμη είναι ένας από τους μεγαλύτερους πελάτες.
Στην αρχή δούλευε κυρίως ως οδηγός ενώ στη συνέχεια ξεκίνησε τις πωλήσεις. Μόλις βελτίωσε κάπως τ’ Αγγλικά του άρχισε τα ταξίδια προς την Ευρώπη, για να βρει καινούριους πελάτες και αυτό συνεχίστηκε για πολλά χρόνια.
Παράλληλα, αγόραζε κι έκανε εισαγωγή μεταχειρισμένων λεωφορείων από τη Γερμανία. Τα επισκεύαζε και τα χρησιμοποιούσε.
Η ΓΕΠΟΕΤ
Η πρώτη του επαφή με τα συνδικαλιστικά όργανα και τους φορείς ήταν το 1972 όταν εξελέγη στο Δ.Σ. του Συνδέσμου των εν Ελλάδι τουριστικών γραφείων – HATTA. Αργότερα, προσχώρησε σε έναν σύνδεσμο ιδιοκτητών τουριστικών λεωφορείων που είχε ιδρύσει ο Γουνελάς και αυτή ήταν και η αρχή της ΠΟΕΤ και μετέπειτα ΓΕΠΟΕΤ.
Η ΓΕΠΟΕΤ ήταν η μεγάλη του αγάπη. Τη θεωρούσε το πλέον υγιές συνδικαλιστικό όργανο στον τουρισμό στην Ελλάδα. Αγωνίστηκε για τον κλάδο και κατάφερε πολλά με το πλέον πρόσφατο το «Ηλεκτρονικά Αναγνώσιμο Σήμα».
Επί δέκα χρόνια προσπαθούσε την εφαρμογή του. Η έναρξη διάθεσής του έγινε 10 ημέρες μετά το θάνατό του.
Οι πολιτικές πεποιθήσεις
Ο Μάριος Τριβυζάς ήταν βαθειά πολιτικοποιημένος. Προερχόμενος από οικογένεια αριστερών, χωρίς ωστόσο, ο ίδιος να προβάλλει μία συγκεκριμένη κομματική ταυτότητα. Ήταν περισσότερο κεντρώος στις πεποιθήσεις του.
Ήταν υπέρ της νομιμότητας και είχε εμπιστοσύνη στο σύστημα.
Έλεγε συχνά ότι αν δεν σου αρέσει ένας Νόμος του κράτους μην τον παραβιάζεις. Προσπάθησε να τον αλλάξεις.
Κατά τη διάρκεια της επταετίας δεν δέχθηκε να συνεργαστεί με το καθεστώς των συνταγματαρχών, οι οποίοι παρείχαν δάνεια και άλλα σημαντικά κίνητρα στους τουριστικούς επιχειρηματίες.
Η κρίση των τελευταίων ετών πλήγωσε βαθύτατα των Μάριο Τριβυζά που αισθάνθηκε το σύστημα να τον προδίδει.
Πίστευε ότι οι πολιτικοί εργάζονται για το λαό και κατάλαβε ότι ένα μεγάλο μέρος του δεν δουλεύει έτσι. Δεν καταλάβαινε γιατί οι Νόμοι έπρεπε να αλλάζουν κάθε Παρασκευή, γιατί το κράτος έγινε αφερέγγυο. Όπως έγραψε κάποια στιγμή «ήταν σαν να μου ήρθε ένα ισχυρό χαστούκι».
Οι τελευταίες ημέρες
Ο Μάριος Τριβυζάς έφυγε σε ηλικία 85 ετών, λίγους μήνες αφότου πάλεψε με την επάρατο νόσο.
Τον Φεβρουάριο αισθάνθηκε πόνους στην κοιλιά. Έκανε εξετάσεις και διαγνώσθηκε με παγκρεατίτιδα.
Μετά την επέμβαση είχε αλλάξει τελείως. Έπεσε σε μία μορφής κατάθλιψη. Ωστόσο, δεν εγκατέλειψε ποτέ το χιούμορ του, ακόμη και μέσα στο νοσοκομείο.
Αντί επιλόγου
Η ζωή του Μάριου Τριβυζά δεν ήταν παραδεισένια. Ήταν όμως ένας μαχητής που κατάφερε να τα βγάλει πέρα σε πολύ δύσκολες συνθήκες.
Παρόλα αυτά, κράτησε τις αρχές του και του ήταν αδιανόητο όταν έβλεπε ανθρώπους να τις καταπατούν.
Όταν μία δουλειά ερχόταν στην Ομοσπονδία, ο Μάριος Τριβυζάς δεν έσπευδε να δώσει προσφορά μέσω του γραφείου του. «Εμείς έπρεπε να περιμένουμε μία εβδομάδα για να δώσουμε προσφορά ή και καθόλου πολλές φορές. Μας καθυστερούσε.», θυμάται ο Γιώργος Τριβιζάς.
Έλεγε πάντα «μην ανοίγεις ανοιχτές» πόρτες. Αυτό που εννοούσε ήταν μία συνεργασία που είχε ανοίξει κάποιος άλλος μην πας να την πάρεις.
Δεν το δεχόταν όταν κάποιος άλλος το έκανε. Κάποια στιγμή ένας συνάδελφός του, του είπε: «Μάριε αυτό που θεωρείς εσύ παγαποντιά, εμείς οι καινούριοι το ονομάζουμε Business». Γύρισε στο γραφείο του, τότε ήταν στην Ερμού 8, και παραμιλούσε. Δεν μπορούσε να το χωνέψει.
Με αυτές τις αρχές, την εργατικότητα και την επιμονή του δημιούργησε τον Όμιλο Κένταυρος: το τουριστικό γραφείο, το γραφείο συνεδρίων και το ξενοδοχείο στην Κέρκυρα, την ιδιαίτερη πατρίδα του.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει!