Διαφημιστική Αφίσα του ΕΟΤ τη δεκαετία 1930. Πηγή: ΕΟΤ, http://www.gnto.gov.gr/el/posters#ad-image-0
Τον τελευταίο καιρό, εν μέσω πανδημίας, γίνεται πολύς λόγος για τον μελλοντικό τρόπο διαχείρισης των ελληνικών προορισμών. Είναι αλήθεια ότι η χώρα μας και λόγω των πολλών νησιών διαθέτει πολλούς επί μέρους προορισμούς. Πολλοί πιστεύουν ότι πρόκειται για φαινόμενο σχετικά πρόσφατο, που σχετίζεται ίσως και με τη ραγδαία αύξηση του αριθμού των τουριστών τη δεκαετία 2010-2019.
Όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Αν γυρίσουμε το χρόνο πίσω στο 1921, ήτοι πριν από 100 χρόνια, θα δούμε ότι τη χρονιά αυτή η Διεύθυνση Ξένων και Εκθέσεων του ΥΠΕΘΟ (η πρώτη δημόσια υπηρεσία του ελληνικού τουρισμού με έτος ίδρυσης το 1919) με διευθυντή μια σημαντική προσωπικότητα, τον Νικόλαο Λέκκα, προχώρησε στη θέσπιση των Τοπικών Επιτροπών Τουρισμού (ΤΕΤ) . Ήταν μια σημαντική απόφαση διότι τότε και για πολλά χρόνια οι ξένοι επισκέπτες στη συντριπτική τους πλειονότητα είχαν ως μοναδικό προορισμό την Αθήνα, με εξαίρεση όσους επισκέπτονταν τις λουτροπόλεις για ιαματικά λουτρά.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, με έκδοση προεδρικών διαταγμάτων, μετά από σύμφωνη γνώμη της Διεύθυνσης Ξένων και Εκθέσεων, χαρακτηρίστηκαν ως παραθεριστικοί τόποι, μια σειρά από πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδος, όπως οι λουτροπόλεις αλλά και διάφοροι ορεινοί προορισμοί (π.χ. Αράχωβα).
Το 1948 η Γενική Γραμματεία Τουρισμού, που είχε ιδρυθεί το 1945 και υπαγόταν απ’ ευθείας στον Πρωθυπουργό, θέσπισε ένα νέο θεσμό, τους τουριστικούς τόπους, όπου και θα κατευθύνονταν κατά προτεραιότητα τα έργα τουριστικής υποδομής. Ουσιαστικά επρόκειτο για ένα είδος άτυπου χωροταξικού σχεδιασμού στον τουρισμό. Έτσι, από το 1948 μέχρι και το 1967 καθιερώθηκαν σταδιακά 82 τουριστικοί τόποι. Από τότε, δε, καθιερώθηκαν οι Τοπικές Οργανώσεις Τουρισμού.
Αυτοί όλοι οι θεσμοί σήμαιναν ότι η δημόσια υπηρεσία τουρισμού επιχειρούσε να προσδιορίσει και να ελέγξει κατά κάποιο τρόπο την ανάπτυξη του τουρισμού στην περιφέρεια. Βέβαια, οι τουριστικοί τόποι είχαν μια προτεραιότητα στα ζητήματα των χρηματοδοτήσεων για συγκεκριμένες παρεμβάσεις, συνήθως έργα μικρής κλίμακας, που προτείνονταν κατά κανόνα από τις Τοπικές Οργανώσεις και εγκρίνονταν από την Κεντρική Υπηρεσία Τουρισμού. Μετά το 1951 αυτή η Κεντρική υπηρεσία ήταν ο ΕΟΤ, που λειτούργησε με τη μορφή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, και του οποίου το Δ.Σ. λάμβανε τις σχετικές αποφάσεις.
Κάπως έτσι προχώρησε η τουριστική ανάπτυξη της χώρας, ενώ οι ανάγκες των τουριστικών τόπων άρχισαν να αυξάνονται με τη βελτίωση των συγκοινωνιών και βέβαια με τη σταδιακή δημιουργία των διεθνών αεροδρομίων στα νησιά και όχι μόνο.
Υπήρχε όμως ένα κενό στη διαδικασία, που αφορούσε στο σημαντικό τομέα της προβολής. Ο ΕΟΤ είχε αναλάβει την οργανωμένη προβολή της χώρας από το 1960, χωρίς όμως να διαφημίζει συστηματικά συγκεκριμένους προορισμούς (παρά μόνο με την έκδοση αφισών και διαφημιστικών εντύπων περιοχών).
Για να καλυφθεί το κενό αυτό θεσπίστηκαν την περίοδο 1993-1995 οι Νομαρχιακές Επιτροπές Τουριστικής Προβολής, οι οποίες υπέβαλαν διαφημιστικά προγράμματα για έγκριση από τον ΕΟΤ, που χρηματοδοτούσε με ένα ποσοστό μέχρι 50% της συνολικής δαπάνης τα προγράμματα αυτά.
Αργότερα, τη σκυτάλη της προβολής πήραν οι περιφέρειες και στη συνέχεια οι πιο τουριστικοί Δήμοι. Βέβαια η όλη διαδικασία είναι σωστό να εποπτεύεται σε κεντρικό επίπεδο, το οποίο και να δίνει τις βασικές κατευθύνσεις, κάτι που όμως δεν γίνεται στο βαθμό που θα έπρεπε.
Κάπως έτσι αναδείχθηκαν σταδιακά οι διάφοροι προορισμοί που συνθέτουν σήμερα το ελληνικό τουριστικό προϊόν.