Η πρόεδρος της Ένωσης Ξενοδόχων Αθηνών Αττικής και Αργοσαρωνικού, κα Λαμπρινή Καρανάσιου Ζούλοβιτς, μιλά στο tourismpress.gr για το πως η Αθήνα μπορεί να επανατοποθετηθεί στο παγκόσμιο τουριστικό χάρτη με βάση τις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί εξαιτίας της πανδημίας του COVID-19 και τις προκλήσεις που δημιουργούνται για το μέλλον του τουρισμού.
Ποια είναι η εικόνα της τουριστικής κίνησης στην Αττική τη φετινή χρονιά από την πλευρά των αφίξεων και εσόδων;
Η φετινή χρονιά όπως και το 2020 είχε την αγωνία της, καθώς λόγω της πανδημίας έως και τον μήνα Μάϊο η εικόνα που είχαμε για την πορεία των πραγμάτων ήταν διφορούμενη.
Ευτυχώς, από τον Ιούνιο και μέχρι σήμερα τα πράγματα εξελίχθηκαν αρκετά καλά -σε σχέση με τα αρνητικότερα σενάρια- και σε ορισμένα ξενοδοχεία ή περιοχές, εξελίχθηκαν ακόμη καλύτερα, εξ’ αιτίας διαφόρων λόγων.
Οι λόγοι αυτοί αφορούσαν κυρίως στα όποια συγκριτικά πλεονεκτήματα των επιμέρους προορισμών, ενίοτε και στον τρόπο διαχείρισης των ίδιων των επιχειρήσεων. Η όποια θετική πορεία των λίγων αυτών μηνών, σαφώς και δεν μπορεί να ισοφαρίσει τις μεγάλες απώλειες που έχουμε υποστεί επιχειρήσεις και εργαζόμενοι, ωστόσο είμαστε αισιόδοξοι, αναπτερώθηκε θα λέγαμε η ελπίδα και ευχόμαστε σύντομα να επανέλθουμε σε μια καλύτερη για όλους καθημερινότητα στην Αθήνα.
Ποιες αλλαγές πιστεύετε ότι θα επέλθουν στον τουρισμό τη μετα- covid εποχή;
Σίγουρα οι αλλαγές είναι πολλές. Μέσα σε δύο χρόνια ήρθαν μεγάλες αλλαγές και σημαντικές διαφοροποιήσεις σε όσα γνωρίζαμε. Πολλές από αυτές, ήδη δρομολογήθηκαν στις μονάδες, στον τρόπο λειτουργίας, στην εργασία, στη συναναστροφή με τον πελάτη. Υπάρχουν υγειονομικά πρωτόκολλα, τηρούνται μέτρα προστασίας, προσφέρονται νέες υπηρεσίες και τεχνολογίες -που ενσωματώνονται στη λειτουργία των μονάδων. Πολλά από όσα υιοθετήθηκαν λόγω της πανδημίας, ενδεχομένως να υποχωρήσουν μαζί της, κάποια άλλα πάλι, ενδεχομένως να παραμείνουν ως πρακτικές που θα χρειαστεί να υιοθετήσουμε. Αυτά, θα τα δείξουν ο χρόνος, οι γενικότερες συνθήκες, οι ανάγκες των ίδιων των επισκεπτών. Φυσικά, υπάρχουν και εξειδικευμένοι κλάδοι όπως τα Συνέδρια, οι εκδηλώσεις στα ξενοδοχεία, ο Επαγγελματικός Τουρισμός, που δέχτηκαν το πιο ισχυρό πλήγμα και βρίσκονται ως κλάδοι αντιμέτωποι με τις μεγαλύτερες, ‘δομικές’ θα έλεγα προκλήσεις!
Πώς η Αθήνα πρέπει να επανατοποθετηθεί στον διεθνή τουριστικό χάρτη με τα νέα δεδόμενα και ποια ισχυρά χαρτιά του προορισμού στη μάχη με τον ανταγωνισμό;
Η Αθήνα αποτελεί έναν τόσο διαχρονικό προορισμό… Φέρει τέτοιο όνομα και ιστορία που αυτό από μόνο του, της εξασφαλίζει μια πολύ ισχυρή βάση για τη ζήτηση. Ωστόσο, ο προορισμός οφείλει να αναδείξει όλες τις ιδιαιτερότητές του σε όλες τις αγορές με έναν σύγχρονο τρόπο, πολυδιάστατο και πολύ πιο εποικοδομητικό. Μια σειρά από ήδη υπάρχουσες, ή νέες και σημαντικότατες επενδύσεις σε βόρεια και νότια προάστια (ΚΠΙΣΝ, Ελληνικό, Τατόϊ κ.ά.) αλλά και στο κέντρο της πόλης μας με σημαντικούς ήδη υπάρχοντες ή αναμορφωμένους χώρους (ΕΜΣΤ, Εθνική Πινακοθήκη κ.ά.), πρέπει να αποδειχθούν ως νέα ‘ισχυρά χαρτιά’ μας – προς αξιοποίηση. Και φυσικά η μοναδική στο είδος της σύνδεση της ‘πρωτεύουσας Αθήνας’ με τα νησιά του Αργοσαρωνικού και η αμφίδρομη σχέση μεταξύ πόλης και νησιών, επίσης πρέπει να αναδειχθεί.
Καμμιά άλλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί όπως η Αθήνα ως ‘παραθαλάσσια’ και με πανέμορφα νησιά σε απόσταση αναπνοής, προσφέροντας δυνατότητα διακοπών, όχι μόνο το καλοκαίρι, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Έχουμε όλα τα ‘υλικά’ για την απόλυτη επιτυχία, αλλά αυτό που χρειάζεται είναι ‘να συνθέσουμε’ σωστά με αυτά τα υλικά, δηλαδή όλα τα επιμέρους προϊόντα που επιθυμούμε και μπορούμε να προσφέρουμε στον επισκέπτη όλο το χρόνο. Φυσικά, ταυτόχρονα, είναι αναγκαίο να αναδείξουμε διεθνώς τα πολλά και διαφορετικά πρόσωπα της Αθήνας μας, με φρέσκους τρόπους και με νέα στρατηγική προβολής. Τέλος, θα πρόσθετα πως και η Πολιτεία από τη πλευρά της, οφείλει να σκύψει με πραγματικό ενδιαφέρον στις εγγενείς αδυναμίες του προορισμού επιλύοντας χρόνια θέματα υποδομής, ασφάλειας, περιβάλλοντος κ.ά. που ζητούν για την επίλυσή τους την σύμπραξη μεταξύ των αρμόδιων Υπουργείων και φορέων και την στενή συνεργασία μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.