Η έννοια της φέρουσας ικανότητας ενός τουριστικού προορισμού ή τουριστική φέρουσα ικανότητα δεν είναι καινούρια. Ωστόσο, το φαινόμενο του υπερτουρισμού, που έγινε ιδιαίτερα έντονο τα προηγούμενα χρόνια και η στροφή που παρατηρείται προς βιώσιμα μοντέλα ανάπτυξης, έχουν φέρει στο προσκήνιο την ανάγκη υπολογισμού της σε έναν προορισμό.
Ιδιαίτερα όσον αφορά το βιώσιμο ή αειφόρο τουρισμό, η έννοια της τουριστικής φέρουσας ικανότητας θεωρείται ιδιαίτερα χρήσιμη καθώς βοηθά στον καθορισμό των ορίων, εντός των οποίων μπορεί ένας προορισμός να αναπτυχθεί χωρίς σημαντικές επιπτώσεις.
Τι σημαίνει όμως τουριστική φέρουσα ικανότητα;
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού, τουριστική φέρουσα ικανότητα “είναι ο μέγιστος αριθμός ατόμων που μπορούν να επισκεφθούν ταυτόχρονα έναν τουριστικό προορισμό, χωρίς να προκληθεί μόνιμη καταστροφή του φυσικού, οικονομικού και κοινωνικοπολιτιστικού περιβάλλοντος και μείωση της ποιότητας ικανοποίησης των επισκεπτών.”.
Πόσους, επισκέπτες, δηλαδή, μπορεί να “αντέξει” ένας τουριστικός προορισμός, χωρίς να επηρεαστούν αρνητικά οι φυσικοί του πόροι, όπως για παράδειγμα μείωση των αποθεμάτων νερού αλλά και χωρίς να αλλοιωθεί η κοινωνική και πολιτιστική του ταυτότητα. Χωρίς να επηρεαστεί η οικονομική του ανάπτυξη και οι τουρίστες που τον επισκέπτονται να είναι ικανοποιημένοι.
Στη βιβλιογραφία αναφέρονται διάφορες διακρίσεις της τουριστικής φέρουσας ικανότητας, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά και τους τύπους των τουριστών ή του προορισμού.
Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, η έννοια της τουριστικής φέρουσας ικανότητας και οι διακρίσεις της αναφέρονται σε μία πολυδιάστατη θεώρηση του όρου που λαμβάνει υπόψη:
- τους περιορισμούς που θέτει ο ίδιος ο προορισμός, όπως η έκτασή και οι υποδομές του. Για παράδειγμα, πόσους τουρίστες μπορεί να “χωρέσει” ένας προορισμός ανάλογα με το πόσο μικρός ή μεγάλος είναι και τον αριθμό των διαθέσιμων κλινών, κ.ο.κ.,
- τις δυνατότητες του φυσικού περιβάλλοντος και τους διαθέσιμους φυσικούς πόρους, όπως πόσους τουρίστες μπορούν να εξυπηρετήσουν τα διαθέσιμα αποθέματα νερού μιας περιοχής χωρίς να μειωθούν, γεγονός που το συναντάμε πιο έντονα στα ελληνικά νησιά,
- τις οικονομικές επιπτώσεις που τυχόν θα επιφέρει στον προορισμό. Για παράδειγμα, να οδηγηθεί ο προορισμός σε μία τουριστική “μονοκαλλιέργεια”, εκτοπίζοντας, ενδεχομένως, άλλους κλάδους παραγωγής,
- τις κοινωνικές και πολιτιστικές επιπτώσεις, όπως η εισαγωγή ξένων ηθών και συνηθειών ή η εμφάνιση ακραίων περιστατικών βίας, κ.ά.,
- τα επίπεδα ικανοποίησης των επισκεπτών.